ἀργάεις
Look at other dictionaries:
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek